προχειρότητα — η η ιδιότητα του πρόχειρου, η έλλειψη μεθόδου, μελέτης, προετοιμασίας: Όλες σου οι δουλειές έχουν τη σφραγίδα της προχειρότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προχειρότητα — προχειρότης readiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειρογράφος — ο, η, ΝΑ νεοελλ. αυτός που γράφει με προχειρότητα, αυτός τού οποίου τα γραπτά διακρίνονται για την προχειρότητά τους αρχ. προχειράριος*, γραμματέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχειρος + γράφος*] … Dictionary of Greek
αποσχεδιάζω — ἀποσχεδιάζω (Α) 1. αυτοσχεδιάζω 2. μιλώ ή γράφω με προχειρότητα … Dictionary of Greek
βιάζω — (AM βιάζω) Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία 2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον φορτικά νεοελλ. 1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα… … Dictionary of Greek
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
επιπολαιότητα — η έλλειψη σοβαρότητας, προχειρότητα, απερισκεψία, ελαφρότητα, απροσεξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπόλαιος. Η λ. στον λόγιο τ. επιπολαιότης μαρτυρείται από το 1816 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
ετοιμότητα — η (ΑΜ ἑτοιμότης) [έτοιμος] 1. το να είναι κάποιος προετοιμασμένος, έτοιμος για κάτι («ετοιμότητα πολέμου») 2. η ευχέρεια στη διατύπωση νοημάτων, το να μιλάει κάποιος με ευχέρεια και γρήγορα, η ετοιμολογία, η ευστροφία τού πνεύματος («έχει… … Dictionary of Greek
κατασχεδιάζω — (Α) 1. βεβαιώνω με προχειρότητα, απερίσκεπτα κάτι 2. σχεδιάζω, μηχανεύομαι προχείρως, κάτι εναντίον κάποιου 3. (κατά τον Ησύχ.) «κατασχεδιάσω καταφλυαρήσω, ψεύσομαι» … Dictionary of Greek
παρασχεδιάζω — Α 1. σχεδιάζω κάτι αμελώς, με προχειρότητα 2. (κατά τον Ησύχ.) παραχαράσσω … Dictionary of Greek